ταλαινᾶν

ταλαινᾶν
ταλαινᾶν
τάλας
suffering: fem gen pl (doric aeolic )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταλαινᾶν — τάλας suffering fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάλαιναν — τάλας suffering fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομού — (ΑΜ ὁμοῡ, Α αιολ. τ. ὔμοι) επίρρ. 1. στον ίδιο τόπο, μαζί, αντάμα («ἦσαν ὁμοῡ Σίμων Πέτρος καὶ Θωμᾱς... καὶ Ναθαναήλ», ΚΔ) 2. μαζί, συγχρόνως, ταυτοχρόνως, εκ παραλλήλου («παρῆν ὁμοῡ κλύειν πολλὴν βοήν», Αισχύλ.) αρχ. 1. πλησίον, κοντά («ὁρῶ… …   Dictionary of Greek

  • όργανος — ὄργανος, άνη, ον, θηλ. και ὀργάνα (Α) [όργανον] αυτός που κατασκευάζει κάτι («τίνος εἵνεκ ἄτιμον ὀργάναν χέρα τεκτοσύνας Ἐνυαλίῳ... προσθέντες τάλαιναν... μεθεῑτε Τροίαν;», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”